Aug 4, 2006

where WHITE IS BLACK AND BLACK IS WHITE

καθώς περνούν τα χρόνια πληθαίνουν οι κριτές πού σε καταδικάζουν

καθώς περνούν τα χρόνια και κουβεντιάζεις με λιγότερες φωνές,
βλέπεις τον ήλιο μ' άλλα μάτια ξέρεις πώς εκείνοι πού έμειναν, σε γελούσαν
το παραμίλημα της σάρκας, ο όμορφος χορός πού τελειώνει στη γύμνια



οπως, τη νύχτα στρίβοντας στην έρμη δημοσιά, άξαφνα βλέπεις να γυαλίζουν τα μάτια ενός ζώου πού έφυγαν κιόλας, έτσι νιώθεις τα μάτια σου
τον ήλιο τον κοιτάς



έπειτα χάνεσαι μες στο σκοτάδι,ο δωρικός χιτώνας
πού αγγίξανε τα δάχτυλά σου και λύγισε σαν τα βουνά,είναι ένα μάρμαρο στο φως, μα το κεφάλι του είναι στο σκοτάδι




κι αυτούς πού αφήσαν την παλαίστρα για να πάρουν τα δοξάρια και χτύπησαν το θεληματικό μαραθωνοδρόμο κι εκείνος είδε τη σφενδόνη ν' αρμενίζει στο αίμα, ν' αδειάζει ο κόσμος



όπως το φεγγάρι και να μαραίνουνται τα νικηφόρα περιβόλια
τους βλέπεις μες στον ήλιο, πίσω από τον ήλιο




και τα παιδιά που κάναν μακροβούτια απ' τα μπαστούνια,πηγαίνουν σαν αδράχτια γνέθοντας ακόμη,σώματα γυμνά βουλιάζοντας μέσα στο μαύρο φως
μ' ένα νόμισμα στα δόντια



κολυμπώντας ακόμη, καθώς ο ήλιος ράβει με βελονιές μαλαματένιες,πανιά και ξύλα υγρά και χρώματα πελαγίσια
ακόμη τώρα κατεβαίνουνε λοξά,προς τα χαλίκια του βυθού οι άσπρες λήκυθοι




αγγελικό και μαύρο, φως, γέλιο των κυμάτων στις δημοσιές του πόντου,
δακρυσμένο γέλιο,σε βλέπει ο γέροντας ικέτης




πηγαίνοντας να δρασκελίσει τις αόρατες πλάκες,καθρεφτισμένο στο αίμα του
πού γέννησε τον 'Ετεοκλή και τον Πολυνείκη




αγγελική και μαύρη, μέρα ή γλυφή γέψη της γυναίκας πού φαρμακώνει το φυλακισμένο
βγαίνει απ' το κύμα δροσερό κλωνάρι στολισμένο στάλες
τραγούδησε μικρή Αντιγόνη, τραγούδησε, τραγούδησε...




δε σου μιλώ για περασμένα, μιλώ για την αγάπη,στόλισε τα μαλλιά σου με τ' αγκάθια του ήλιου


σκοτεινή κοπέλα η καρδιά του Σκορπιού βασίλεψε, ο τύραννος μέσα απ' τον άνθρωπο έχει φύγει,κι όλες οι κόρες του πόντου, Νηρηίδες, Γραίες τρέχουν στα λαμπυρίσματα της αναδυόμενης


οποιος ποτέ του δεν αγάπησε θ' αγαπήσει


στο φως, και είσαι σ' ένα μεγάλο σπίτι


με πολλά παράθυρα, ανοιχτά


τρέχοντας από κάμαρα σε κάμαρα


δεν ξέροντας από που να κοιτάξεις πρώτα


γιατί θα φύγουν τα πεύκα


και τα καθρεφτισμένα βουνά



και το τιτίβισμα τον πουλιών


θ' αδειάσει ή θάλασσα



θρυμματισμένο γυαλί


από βοριά



και νότο


θ' αδειάσουν τα μάτια σου


απ' το φως



της μέρας


πώς σταματούν ξαφνικά


κι όλα



μαζί

τα τζιτζίκια









(Γιωργος Σεφερης-Κιχλη,Το φως)

4 comments:

Anonymous said...

Κάπου το έχω ήχογραφημένο με τη φωνή του.. από παλιά ραδιοφωνική εκπομπή.. σε κασέτα.. έψαξα μα δεν το βρήκα.. το άκουγα κάποτε ενώ σιδέρωνα ετοιμάζοντας ρούχα για ένα ταξίδι διακοπών.. δε θυμάμαι ποια χρονιά ήταν.. ούτε πού είχα πάει τελικά.. ουτε και πώς πέρασα..

Για μένα πάντως ήταν σήμερα αυτό και σ' ευχαριστώ:-)

Anonymous said...

Τί γαμάτο!!!

Η ματιά σου είναι πολύτιμη.

Anonymous said...

Hey interesting site my friend.
Keep on bloggin in the free world.
Feel free to drop by my blog anytime.

-- FreeCyprus
Hellenic Reporter

Anonymous said...

μάγεψέ με!
μπορείς...