σκύψε αν μπορείς

στη θάλασσα τη σκοτεινή ξεχνώντας τον ήχο μιας φλογέρας πάνω σε
πόδια γυμνά που πάτησαν τον ύπνο σου στην άλλη
ζωή τη βυθισμένη

γράψε αν μπορείς
στο τελευταίο σου
όστρακο τη μέρα το
όνομα τον τόπο και ρίξε
το στη θάλασσα
για να βουλιάξει

βρεθήκαμε γυμνοί πάνω στην αλαφρόπετρα κοιτάζοντας τ' αναδυόμενα
νησιά, κοιτάζοντας τα κόκκινα νησιά
να βυθίζουν στον ύπνο
τους, στον ύπνο μας

εδώ βρεθήκαμε γυμνοί
κρατώντας τη ζυγαριά
που βάραινε κατά το
μέρος της αδικίας

φτέρνα της δύναμης
θέληση ανίσκιωτη λογαριασμένη
αγάπη στον ήλιο του μεσημεριού σχέδια
που ωριμάζουν

δρόμος της μοίρας με
το χτύπημα της νέας παλάμης στην ωμοπλάτη, στον τόπο που σκορπίστηκε που δεν αντέχει

στον τόπο που ήταν
κάποτε δικός μας
βουλιάζουν τα νησιά
σκουριά και στάχτη

βωμοί γκρεμισμένοι
κι οι φίλοι ξεχασμένοι
φύλλα της φοινικιάς
στη λάσπη

αφησε τα χέρια σου
αν μπορείς,να ταξιδέψουν εδώ στην κόγχη
του καιρού με το καράβι
που άγγιξε τον ορίζοντα

οταν ο κύβος χτύπησε την πλάκα όταν η λόγχη χτύπησε το θώρακα

όταν το μάτι γνώρισε
τον ξένο και
στέγνωσε η αγάπη

μέσα σε τρύπιες ψυχές

όταν κοιτάζεις γύρω
σου και βρίσκεις

κύκλο τα πόδια θερισμένα

κύκλο τα χέρια πεθαμένα

κύκλο τα μάτια σκοτεινά

όταν δε μένει πια ούτε
να διαλέξεις το θάνατο
που γύρευες δικό σου

ακούγοντας μια κραυγή

ακόμη και του λύκου
την κραυγή, το δίκιο σου

άφησε τα χέρια σου

αν μπορείς να ταξιδέψουν

ξεκόλλησε απ' τον
άπιστο καιρό

και βούλιαξε

βουλιάζει όποιος σηκώνει
τις μεγάλες πέτρες

στη θάλασσα τη σκοτεινή ξεχνώντας τον ήχο μιας φλογέρας πάνω σε
πόδια γυμνά που πάτησαν τον ύπνο σου στην άλλη
ζωή τη βυθισμένη

γράψε αν μπορείς
στο τελευταίο σου
όστρακο τη μέρα το
όνομα τον τόπο και ρίξε
το στη θάλασσα
για να βουλιάξει

βρεθήκαμε γυμνοί πάνω στην αλαφρόπετρα κοιτάζοντας τ' αναδυόμενα
νησιά, κοιτάζοντας τα κόκκινα νησιά
να βυθίζουν στον ύπνο
τους, στον ύπνο μας

εδώ βρεθήκαμε γυμνοί
κρατώντας τη ζυγαριά
που βάραινε κατά το
μέρος της αδικίας

φτέρνα της δύναμης
θέληση ανίσκιωτη λογαριασμένη
αγάπη στον ήλιο του μεσημεριού σχέδια
που ωριμάζουν

δρόμος της μοίρας με
το χτύπημα της νέας παλάμης στην ωμοπλάτη, στον τόπο που σκορπίστηκε που δεν αντέχει

στον τόπο που ήταν
κάποτε δικός μας
βουλιάζουν τα νησιά
σκουριά και στάχτη

βωμοί γκρεμισμένοι
κι οι φίλοι ξεχασμένοι
φύλλα της φοινικιάς
στη λάσπη

αφησε τα χέρια σου
αν μπορείς,να ταξιδέψουν εδώ στην κόγχη
του καιρού με το καράβι
που άγγιξε τον ορίζοντα

οταν ο κύβος χτύπησε την πλάκα όταν η λόγχη χτύπησε το θώρακα

όταν το μάτι γνώρισε
τον ξένο και
στέγνωσε η αγάπη

μέσα σε τρύπιες ψυχές

όταν κοιτάζεις γύρω
σου και βρίσκεις

κύκλο τα πόδια θερισμένα

κύκλο τα χέρια πεθαμένα

κύκλο τα μάτια σκοτεινά

όταν δε μένει πια ούτε
να διαλέξεις το θάνατο
που γύρευες δικό σου

ακούγοντας μια κραυγή

ακόμη και του λύκου
την κραυγή, το δίκιο σου

άφησε τα χέρια σου

αν μπορείς να ταξιδέψουν

ξεκόλλησε απ' τον
άπιστο καιρό

και βούλιαξε

βουλιάζει όποιος σηκώνει
τις μεγάλες πέτρες
γΙΩΡΓΟς σΕΦΕΡΗς-σΑΝΤΟΡΙΝη
6 comments:
βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες/με ένα άψυχο σώμα/ στο τέλος του δρόμου που μόνος περπάτησε. Πολύ όμορφο :)
Ο Σεφέρης είναι ο ιδανικός ποιητής,για να μιλήσει κανείς για τη διαπλοκή.Η άλλη πλευρά: Το βράδυ του Σαββάτου ο Γιάννης Εμμανουηλίδης τραγουδούσε ρεμπέτικα στο Απτάλικο "Και Ανάθεμα το Θέμα".Για τον φίλο του, τον Μάκη,προφανώς.Το καταθέτω σκόπιμα,κάτω από τον Σεφέρη:)
και εκεί που ήθελα μια καινούργια εβδομάδα για να ευχηθώ...
καλή εβδομάδα
Σ'ευχαριστω Karagiozaki
Αν και εδω δεν ηθελα να εστιασω στη διαπλοκη χ2 μου.Την επερχομενη πτωση ηθελα ν'αναγνωσω και το αργοσυρτο πενθος του ανθρωπου αυτου(το κουβαλουσε ως βασανιστικο παιχνιδι μεσα σόλο αυτο που ειχε επιλεξει να εμπλακει)
Καλη βδομαδα Νικο
Πώς να μη σε προσκαλώ όταν παίρνω πίσω...τέτοια; Μου λες;-)
Σ' ευχαριστώ εις διπλούν. Ή τριπλούν. Τι σημασία έχει, τελικά;
η ζωή που δεν έζησ_
Post a Comment